Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιχόφρων
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολορράφος
δόλος
δόλος2
View word page
Δολοπίων
Dolopion
ShortDef
Dolopion
Debugging
Headword:
Δολοπίων
Headword (normalized):
δολοπίων
Headword (normalized/stripped):
δολοπιων
IDX:
23759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23760
Key:
Data
{'content': 'Dolopion'}