Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω
δολορραφής
δολορραφία
δολορράφος
δόλος
View word page
δολοπεύω
plot
ShortDef
plot
Debugging
Headword:
δολοπεύω
Headword (normalized):
δολοπεύω
Headword (normalized/stripped):
δολοπευω
IDX:
23758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23759
Key:
Data
{'content': 'plot'}