Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
δολοπλανής
δολοπλοκία
δολοπλόκος
δολοποιός
View word page
δολομήδης
wily, crafty

ShortDef

wily, crafty

Debugging

Headword:
δολομήδης
Headword (normalized):
δολομήδης
Headword (normalized/stripped):
δολομηδης
IDX:
23753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23754
Key:

Data

{'content': 'wily, crafty'}