Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
Δολοπίων
View word page
δολιχόφρων
far-reaching
ShortDef
far-reaching
Debugging
Headword:
δολιχόφρων
Headword (normalized):
δολιχόφρων
Headword (normalized/stripped):
δολιχοφρων
IDX:
23749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23750
Key:
Data
{'content': 'far-reaching'}