Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
δολομήχανος
δολόμυθος
δολοπεύω
View word page
δολιχούατος
long-eared
ShortDef
long-eared
Debugging
Headword:
δολιχούατος
Headword (normalized):
δολιχούατος
Headword (normalized/stripped):
δολιχουατος
IDX:
23748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23749
Key:
Data
{'content': 'long-eared'}