Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολόεις
δολοεργής
δολοκτασία
δολομήδης
δολομήτης
δολόμητις
View word page
δολιχός
long
ShortDef
long
Debugging
Headword:
δολιχός
Headword (normalized):
δολιχός
Headword (normalized/stripped):
δολιχος
IDX:
23745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23746
Key:
Data
{'content': 'long'}