Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
δολόεις
View word page
δολιχοδρομέω
to run the long course

ShortDef

to run the long course

Debugging

Headword:
δολιχοδρομέω
Headword (normalized):
δολιχοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
δολιχοδρομεω
IDX:
23740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23741
Key:

Data

{'content': 'to run the long course'}