Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
δολιχούατος
δολιχόφρων
View word page
δολιχόδειρος
long-necked

ShortDef

long-necked

Debugging

Headword:
δολιχόδειρος
Headword (normalized):
δολιχόδειρος
Headword (normalized/stripped):
δολιχοδειρος
IDX:
23739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23740
Key:

Data

{'content': 'long-necked'}