Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
δολιχόσκιος
View word page
δολιχήρης
long
ShortDef
long
Debugging
Headword:
δολιχήρης
Headword (normalized):
δολιχήρης
Headword (normalized/stripped):
δολιχηρης
IDX:
23737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23738
Key:
Data
{'content': 'long'}