Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
δόλιχος
View word page
δολιχήρετμος
long-oared
ShortDef
long-oared
Debugging
Headword:
δολιχήρετμος
Headword (normalized):
δολιχήρετμος
Headword (normalized/stripped):
δολιχηρετμος
IDX:
23736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23737
Key:
Data
{'content': 'long-oared'}