Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
δολιχοκρόταφος
δολιχόουρος
Δόλιχος
δολιχός
View word page
δολιχήπους
with long feet
ShortDef
with long feet
Debugging
Headword:
δολιχήπους
Headword (normalized):
δολιχήπους
Headword (normalized/stripped):
δολιχηπους
IDX:
23735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23736
Key:
Data
{'content': 'with long feet'}