Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
δολιχοδρόμος
View word page
δολιχάορος
with long sword

ShortDef

with long sword

Debugging

Headword:
δολιχάορος
Headword (normalized):
δολιχάορος
Headword (normalized/stripped):
δολιχαορος
IDX:
23731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23732
Key:

Data

{'content': 'with long sword'}