Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
δολιχοδρομέω
View word page
δολιχαίων
long-lived, immortal

ShortDef

long-lived, immortal

Debugging

Headword:
δολιχαίων
Headword (normalized):
δολιχαίων
Headword (normalized/stripped):
δολιχαιων
IDX:
23730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23731
Key:

Data

{'content': 'long-lived, immortal'}