Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
δολιχήρης
δολιχογραφία
δολιχόδειρος
View word page
δολιόω
to deal treacherously with

ShortDef

to deal treacherously with

Debugging

Headword:
δολιόω
Headword (normalized):
δολιόω
Headword (normalized/stripped):
δολιοω
IDX:
23729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23730
Key:

Data

{'content': 'to deal treacherously with'}