Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
δολιχήπους
δολιχήρετμος
View word page
δολιότης
deceit, subtlety

ShortDef

deceit, subtlety

Debugging

Headword:
δολιότης
Headword (normalized):
δολιότης
Headword (normalized/stripped):
δολιοτης
IDX:
23726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23727
Key:

Data

{'content': 'deceit, subtlety'}