Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
δολιχαύχην
δολιχεγχής
View word page
δόλιος
crafty, deceitful, treacherous
ShortDef
crafty, deceitful, treacherous
Debugging
Headword:
δόλιος
Headword (normalized):
δόλιος
Headword (normalized/stripped):
δολιος
IDX:
23724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23725
Key:
Data
{'content': 'crafty, deceitful, treacherous'}