Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
δολίχαυλος
View word page
δολιόμυθος
crafty of speech

ShortDef

crafty of speech

Debugging

Headword:
δολιόμυθος
Headword (normalized):
δολιόμυθος
Headword (normalized/stripped):
δολιομυθος
IDX:
23722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23723
Key:

Data

{'content': 'crafty of speech'}