Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
δολιχάορος
View word page
δολιόμητις
crafty-minded
ShortDef
crafty-minded
Debugging
Headword:
δολιόμητις
Headword (normalized):
δολιόμητις
Headword (normalized/stripped):
δολιομητις
IDX:
23721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23722
Key:
Data
{'content': 'crafty-minded'}