Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
δολιχαίων
View word page
δολίζω
adulterate
ShortDef
adulterate
Debugging
Headword:
δολίζω
Headword (normalized):
δολίζω
Headword (normalized/stripped):
δολιζω
IDX:
23720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23721
Key:
Data
{'content': 'adulterate'}