Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
δολιόφρων
δολιόω
View word page
δολιεύομαι
deal treacherously

ShortDef

deal treacherously

Debugging

Headword:
δολιεύομαι
Headword (normalized):
δολιεύομαι
Headword (normalized/stripped):
δολιευομαι
IDX:
23719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23720
Key:

Data

{'content': 'deal treacherously'}