Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
δόλιος
Δολίος
δολιότης
δολιότροπος
View word page
δολερός
deceitful, deceptive, treacherous

ShortDef

deceitful, deceptive, treacherous

Debugging

Headword:
δολερός
Headword (normalized):
δολερός
Headword (normalized/stripped):
δολερος
IDX:
23717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23718
Key:

Data

{'content': 'deceitful, deceptive, treacherous'}