Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
δολιόπους
View word page
δοκόω
furnish with rafters

ShortDef

furnish with rafters

Debugging

Headword:
δοκόω
Headword (normalized):
δοκόω
Headword (normalized/stripped):
δοκοω
IDX:
23713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23714
Key:

Data

{'content': 'furnish with rafters'}