Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
δολιεύομαι
δολίζω
δολιόμητις
δολιόμυθος
View word page
δοκοτέκτων
carpenter

ShortDef

carpenter

Debugging

Headword:
δοκοτέκτων
Headword (normalized):
δοκοτέκτων
Headword (normalized/stripped):
δοκοτεκτων
IDX:
23712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23713
Key:

Data

{'content': 'carpenter'}