Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
δόλευμα
View word page
δόκιμος
assayed, examined, tested
ShortDef
assayed, examined, tested
Debugging
Headword:
δόκιμος
Headword (normalized):
δόκιμος
Headword (normalized/stripped):
δοκιμος
IDX:
23708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23709
Key:
Data
{'content': 'assayed, examined, tested'}