Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
δολερός
View word page
δοκιμή
a proof, test: tried character
ShortDef
a proof, test: tried character
Debugging
Headword:
δοκιμή
Headword (normalized):
δοκιμή
Headword (normalized/stripped):
δοκιμη
IDX:
23707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23708
Key:
Data
{'content': 'a proof, test: tried character'}