Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
δόκωσις
View word page
δοκιμεῖον
a test, means of testing

ShortDef

a test, means of testing

Debugging

Headword:
δοκιμεῖον
Headword (normalized):
δοκιμεῖον
Headword (normalized/stripped):
δοκιμειον
IDX:
23706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23707
Key:

Data

{'content': 'a test, means of testing'}