Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
δοκώ
δοκώδης
View word page
δοκιμαστός
approved

ShortDef

approved

Debugging

Headword:
δοκιμαστός
Headword (normalized):
δοκιμαστός
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαστος
IDX:
23705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23706
Key:

Data

{'content': 'approved'}