Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
δοκοτέκτων
δοκόω
View word page
δοκιμαστής
an assayer, scrutineer

ShortDef

an assayer, scrutineer

Debugging

Headword:
δοκιμαστής
Headword (normalized):
δοκιμαστής
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαστης
IDX:
23703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23704
Key:

Data

{'content': 'an assayer, scrutineer'}