Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
δοκίς
δοκοθήκη
δοκός
View word page
δοκιμαστήρ
examiner, scrutineer

ShortDef

examiner, scrutineer

Debugging

Headword:
δοκιμαστήρ
Headword (normalized):
δοκιμαστήρ
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαστηρ
IDX:
23701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23702
Key:

Data

{'content': 'examiner, scrutineer'}