Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀγακλῆς
ἀγακτιμένη
ἀγακτίμενος
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλίς
ἀγάλλομαι
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
View word page
ἀγάλλομαι
take delight
ShortDef
take delight
Debugging
Headword:
ἀγάλλομαι
Headword (normalized):
ἀγάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
αγαλλομαι
IDX:
236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-237
Key:
Data
{'content': 'take delight'}