Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
δόκιμος
View word page
δοκιμάζω
to scrutinise; to approve

ShortDef

to scrutinise; to approve

Debugging

Headword:
δοκιμάζω
Headword (normalized):
δοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
δοκιμαζω
IDX:
23698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23699
Key:

Data

{'content': 'to scrutinise; to approve'}