Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
δοκιμεῖον
δοκιμή
View word page
δοκησίσοφος
wise in one's own conceit

ShortDef

wise in one's own conceit

Debugging

Headword:
δοκησίσοφος
Headword (normalized):
δοκησίσοφος
Headword (normalized/stripped):
δοκησισοφος
IDX:
23697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23698
Key:

Data

{'content': "wise in one's own conceit"}