Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
δοκιμαστικός
δοκιμαστός
View word page
δόκησις
an opinion, belief, conceit, fancy
ShortDef
an opinion, belief, conceit, fancy
Debugging
Headword:
δόκησις
Headword (normalized):
δόκησις
Headword (normalized/stripped):
δοκησις
IDX:
23695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23696
Key:
Data
{'content': 'an opinion, belief, conceit, fancy'}