Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
δοκιμαστής
View word page
δόκημα
a vision, fancy
ShortDef
a vision, fancy
Debugging
Headword:
δόκημα
Headword (normalized):
δόκημα
Headword (normalized/stripped):
δοκημα
IDX:
23693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23694
Key:
Data
{'content': 'a vision, fancy'}