Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
δοκιμάζω
δοκιμασία
δοκιμαστέος
δοκιμαστήρ
δοκιμαστήριον
View word page
δοκή
a vision, fancy
ShortDef
a vision, fancy
Debugging
Headword:
δοκή
Headword (normalized):
δοκή
Headword (normalized/stripped):
δοκη
IDX:
23692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23693
Key:
Data
{'content': 'a vision, fancy'}