Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
δόκησις
δοκησισοφία
δοκησίσοφος
View word page
δοκάω
observe sharply, watch

ShortDef

observe sharply, watch

Debugging

Headword:
δοκάω
Headword (normalized):
δοκάω
Headword (normalized/stripped):
δοκαω
IDX:
23687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23688
Key:

Data

{'content': 'observe sharply, watch'}