Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
δοκή
δόκημα
δοκησιδέξιος
View word page
δοκάζω
wait for
ShortDef
wait for
Debugging
Headword:
δοκάζω
Headword (normalized):
δοκάζω
Headword (normalized/stripped):
δοκαζω
IDX:
23684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23685
Key:
Data
{'content': 'wait for'}