Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
δοκέω
View word page
δοιή
doubt, perplexity
ShortDef
doubt, perplexity
Debugging
Headword:
δοιή
Headword (normalized):
δοιή
Headword (normalized/stripped):
δοιη
IDX:
23681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23682
Key:
Data
{'content': 'doubt, perplexity'}