Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
δοκεύω
View word page
δοιέτης
two years old

ShortDef

two years old

Debugging

Headword:
δοιέτης
Headword (normalized):
δοιέτης
Headword (normalized/stripped):
δοιετης
IDX:
23680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23681
Key:

Data

{'content': 'two years old'}