Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
δοκεύς
View word page
δοῖδυξ
a pestle
ShortDef
a pestle
Debugging
Headword:
δοῖδυξ
Headword (normalized):
δοῖδυξ
Headword (normalized/stripped):
δοιδυξ
IDX:
23679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23680
Key:
Data
{'content': 'a pestle'}