Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
δοκάνη
δοκάω
δοκεῖον
View word page
δοιδυκοφόβα
pestle-fearing

ShortDef

pestle-fearing

Debugging

Headword:
δοιδυκοφόβα
Headword (normalized):
δοιδυκοφόβα
Headword (normalized/stripped):
δοιδυκοφοβα
IDX:
23678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23679
Key:

Data

{'content': 'pestle-fearing'}