Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
δοκάζω
δόκανα
View word page
δοιάζω
consider in two ways, be in two minds:
ShortDef
consider in two ways, be in two minds:
Debugging
Headword:
δοιάζω
Headword (normalized):
δοιάζω
Headword (normalized/stripped):
δοιαζω
IDX:
23675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23676
Key:
Data
{'content': 'consider in two ways, be in two minds:'}