Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δόβηρος
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
δοιοί
δοιοτόκος
View word page
δοθιήν
a small abscess, boil

ShortDef

a small abscess, boil

Debugging

Headword:
δοθιήν
Headword (normalized):
δοθιήν
Headword (normalized/stripped):
δοθιην
IDX:
23673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23674
Key:

Data

{'content': 'a small abscess, boil'}