Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δνόφος
δοάσσατο
Δόβηρος
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
δοῖδυξ
δοιέτης
δοιή
View word page
δογματοποιέω
make a decree
ShortDef
make a decree
Debugging
Headword:
δογματοποιέω
Headword (normalized):
δογματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
δογματοποιεω
IDX:
23671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23672
Key:
Data
{'content': 'make a decree'}