Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δνοπαλίζω
δνοπάλιξις
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
Δόβηρος
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
δοιδυκοποιός
δοιδυκοφόβα
View word page
δογματογραφέω
draft decrees

ShortDef

draft decrees

Debugging

Headword:
δογματογραφέω
Headword (normalized):
δογματογραφέω
Headword (normalized/stripped):
δογματογραφεω
IDX:
23668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23669
Key:

Data

{'content': 'draft decrees'}