Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δμωίς
δμώς
δνοπαλίζω
δνοπάλιξις
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
Δόβηρος
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
δογματογραφέω
δογματογράφος
δογματολογία
δογματοποιέω
δογματοποιΐα
δοθιήν
δοθιηνικόν
δοιάζω
δοιάς
View word page
δογματίζω
to decree
ShortDef
to decree
Debugging
Headword:
δογματίζω
Headword (normalized):
δογματίζω
Headword (normalized/stripped):
δογματιζω
IDX:
23666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23667
Key:
Data
{'content': 'to decree'}