Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δμῆσις
δμήτειρα
δμητήρ
δμητός
Δμήτωρ
δμωή
δμῳή
δμώιος
δμῴιος
δμωίς
δμώς
δνοπαλίζω
δνοπάλιξις
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
Δόβηρος
δόγμα
δογματίας
δογματίζω
δογματικός
View word page
δμώς
a slave taken in war
ShortDef
a slave taken in war
Debugging
Headword:
δμώς
Headword (normalized):
δμώς
Headword (normalized/stripped):
δμως
IDX:
23657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23658
Key:
Data
{'content': 'a slave taken in war'}