Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διωχής
δμῆσις
δμήτειρα
δμητήρ
δμητός
Δμήτωρ
δμωή
δμῳή
δμώιος
δμῴιος
δμωίς
δμώς
δνοπαλίζω
δνοπάλιξις
δνοφερός
δνόφος
δοάσσατο
View word page
δμωή
a female slave taken in war
ShortDef
a female slave taken in war
Debugging
Headword:
δμωή
Headword (normalized):
δμωή
Headword (normalized/stripped):
δμωη
IDX:
23652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23653
Key:
Data
{'content': 'a female slave taken in war'}