Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διωργισμένως
Διώρης
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διωχής
δμῆσις
δμήτειρα
δμητήρ
δμητός
Δμήτωρ
δμωή
View word page
διωσμός
pushing through
ShortDef
pushing through
Debugging
Headword:
διωσμός
Headword (normalized):
διωσμός
Headword (normalized/stripped):
διωσμος
IDX:
23642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23643
Key:
Data
{'content': 'pushing through'}