Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίωξις
διωργισμένως
Διώρης
διωρία
διωρισμένως
δίωρος
διώροφος
διώρυγος
διῶρυξ
διωρυχή
δίωσις
διωσμός
διωστήρ
δίωστρα
δίωτος
διωχής
δμῆσις
δμήτειρα
δμητήρ
δμητός
Δμήτωρ
View word page
δίωσις
a pushing off, delaying

ShortDef

a pushing off, delaying

Debugging

Headword:
δίωσις
Headword (normalized):
δίωσις
Headword (normalized/stripped):
διωσις
IDX:
23641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-23642
Key:

Data

{'content': 'a pushing off, delaying'}